- κατανίζω
- κατανίζω (Α)1. βρέχω καλά, καταβρέχω2. πλένω καλά, καθαρίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + νίζω «πλένω κάτι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατανίζειν — κατανίζω wash well pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατανίζεται — κατανίζω wash well pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατανίσθη — κατανίζω wash well aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατανίσσεται — κατανίσσομαι go pres ind mp 3rd sg κατανίζω wash well aor subj mid 3rd sg (epic) κατανίζω wash well fut ind mid 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατανίπτω — (Α) κατανίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + νίπτω] … Dictionary of Greek
προκατανίζω — Α πλένω καλά εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατανίζω «καταβρέχω, πλένω καλά»] … Dictionary of Greek
κατανίσας — κατανίσᾱς , κατανίζω wash well aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)